- περιεστικῶς
- περιεστικόςsumadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεστικός — ή, όν, Α [περίειμι (Ι)] αυτός που προμηνύει ανάρρωση («τίνι τούτων ὀξὺ καὶ θανατῶδες ἢ περιεστικόν», Ιπποκρ.). επίρρ... περιεστικῶς με τρόπο που προμηνύει ανάρρωση … Dictionary of Greek